Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
το, Ν
1. σφαγή
2. φρ. «θέλει σφάξιμο»
μτφ. του χρειάζεται αυστηρή τιμωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφαξα του σφάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].