κλαδικός
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
-ή, -ό κλάδος (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάδο εργαζομένων ή στην υποδιαίρεση ενός συνόλου (α. «κλαδικά αιτήματα» β. «κλαδική οργάνωση»).