κλεψιμαίικος

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

-η, -ο κλεψιμαίος
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα κλεψιμαίικα
τα πράγματα που προέρχονται από κλοπή, τα κλεψιμιά.