κλεψιμαίικος

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144

Greek Monolingual

-η, -ο κλεψιμαίος
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα κλεψιμαίικα
τα πράγματα που προέρχονται από κλοπή, τα κλεψιμιά.