κλωνί

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

και κλωνίν, το (AM κλωνίον)
μικρός κλώνος, κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -ί(ον), (πρβλ. κλαδ-ί(ον), παιδ-ί(ον)].