κλώσιμο

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

το κλώθω
1. γνέσιμο
2. διαδικασία κατά την οποία κατασκευάζεται ενιαίο νήμα με συστροφή πολλών συνεχών ινών.