ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῖος και κνημαῖος, -αία, -ον) κνήμηαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς»).