κοινοπολιτικός

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κοινοπολιτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κοινοπολιτεία, σε κοινότητα πολιτικών δικαιωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πολιτικός (< πολίτης)].