κοινοπολιτεία
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
English (LSJ)
ἡ, citizenship of a κοινόν or league, SIG622B12 (Vaxos, from Delphi, ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπολῑτεία: ἡ, κοινότης πολιτικῶν δικαιωμάτων· καὶ κοινοπολῑτικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοιαύτην πολιτείαν, Θεόδ. Μετοχ. σ. 418.
Greek Monolingual
η (Μ κοινοπολιτεία)
το να έχει κάποιος ίσα, κοινά πολιτικά δικαιώματα με άλλους
νεοελλ.
1. ονομασία του αγγλικού κράτους κατά την περίοδο της δημοκρατίας, 1649-1660
2. ονομασία που καθιερώθηκε το 1947 και που δηλώνει μια μορφή σύνδεσης και συνεργασίας, οικονομικής, πολιτικής, εκπολιτιστικής κ.ά., μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας αφ' ενός και σειράς ανεξάρτητων κρατών, πρώην βρετανικών αποικιών ή κτήσεων, καθώς και υπό κηδεμονία εδαφών, αφ' ετέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πολιτεία (πρβλ. αριστοπολιτεία, ισοπολιτεία)].