ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
-α, -ικο, θηλ. και –ούσααυτός που έχει κοκκινωπή κόμη, κοκκινοτρίχης.