κοκκινομάλλης

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και –ούσα
αυτός που έχει κοκκινωπή κόμη, κοκκινοτρίχης.