κοκκυγικός

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελικό τμήμα της σπονδυλικής στήλης, στο οστό κόκκυγαςκοκκυγικός μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυξ, -υγος «το οστό κόκκυγας». Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].