κολώνεια

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

Greek (Liddell-Scott)

κολώνεια: ἡ, τὸ Λατ. colonia, ἡ πρωτεύουσα πόλις, Ρωμαϊκὴ ἀποικία, (ἀποικιακὴ πόλις), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2811b, 3497, Εὐστ. 449, 49· «ὄνομα τόπου» Σουΐδ. ἐν λέξ.