κομματιάζω

Greek Monolingual

κομματιάζω) κομμάτι
διαμελίζω, τεμαχίζω, κάνω κάτι κομμάτια
νεοελλ.
μέσ. κομματιάζομαι
α) προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μου
β) υφίσταμαι υπερβολική κόπωση.