κομπινεζόν

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

Greek Monolingual

το
γυναικείο εσώρουχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combinaison «συνδυασμός»].