εσώρουχο

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

και μεσόρουχο και εσωφόρι, το
το εσωτερικό ρούχο, το ασπρόρρουχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + ρούχο. Η λ. στον πληθ. εσώρουχα μαρτυρείται από το 1888 στο Ημερολόγιον Κυριών].