κοντόχοντρος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
κοντός και συγχρόνως παχύς, κοντόπαχος, κοντοπίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + χοντρός].