κοπρογράφος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
κοπρογράφος, ὁ (Μ)
αυτός που γράφει αισχρά, χυδαία («κοπρογράφον, οὕτω χρεών καλεῖν γὰρ ἢ καλλιγράφον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -γράφος (< γράφω)].