κορδελάς

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ού κορδέλα
1. αυτός που κατασκευάζει κορδέλες, κορδελοποιός
2. αυτός που χειρίζεται την πριονοκορδέλα, δηλ. την πριονιστική μηχανή που λειτουργεί με κορδέλα.