κορδελάς
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ού κορδέλα
1. αυτός που κατασκευάζει κορδέλες, κορδελοποιός
2. αυτός που χειρίζεται την πριονοκορδέλα, δηλ. την πριονιστική μηχανή που λειτουργεί με κορδέλα.