κοσμοκρατορία

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source

Greek Monolingual

η (Μ κοσμοκρατορία) κοσμοκράτωρ
η κυριαρχία και η διακυβέρνηση όλου ή σχεδόν όλου του κόσμου, παντοδυναμία («η κοσμοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου»).