κουρίζομαι
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek (Liddell-Scott)
κουρίζομαι: Παθ. (κείρω, κουρὰ) κουρεύομαι, κλαδεύομαι, κυπάρισσος κουριζομένη, ἀναφύουσα, ἀναδίδουσα βλαστοὺς πάλιν μετὰ τὸ κλάδευμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 2.