κουσκούτα

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

και κουσκούτη, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κουσκουτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuscuta < νεολατ. cuscuta < αραβ. kushūth, kashūta, kashūtha].