κουφόβραση

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

η κουβοβράζω
η πνιγηρή ατμοσφαιρική κατάσταση σε θερμή και υγρή θερινή ημέρα κατά την οποία υπάρχει άπνοια.