κρανιοτομία

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

η
οστεοτομία του θόλου του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniotomie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -tomie (< νεώτ. λατ. -tomia < -τομία < -τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη].