κρασίτσιν

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

κρασίτσιν, τὸ (Μ)
κρασάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί(ν) + μσν. υποκορ. κατάλ. -ίτσιν (πρβλ. κουλλουρίτσιν, κρομμυδίτσιν)].