κρημνιστός
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
Greek (Liddell-Scott)
κρημνιστός: -ή, -όν, κρημνισθείς, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 237.
Greek Monolingual
κρημνιστός, -ή, -όν (Α) κρημνίζω
γκρεμισμένος.