κρυφτός
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
-ή, -ό κρύβω
1. αυτός που κρύβεται, κρυφός, κρυμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το κρυφτό
είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες προσπαθεί να βρει τους άλλους που κρύβονται.