κυανοχαῖτα
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
French (Bailly abrégé)
nom. masc. épq. c. κυανοχαίτης.
Russian (Dvoretsky)
κῡᾰνοχαῖτα: (ῡ!) adj. m Hom. = κυανοχαίτης.