κυβέρνια

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

τα κυβερνώ
1. η διαχείριση τών υποθέσεων του σπιτιού
2. ο πορισμός τών προς το ζην
3. οι προμήθειες τροφίμων που υπάρχουν στο σπίτι, ιδίως σε αγροτικές οικογένειες.