κυκλοσοβώ

Greek Monolingual

κυκλοσοβῶ, -έω (Α)
περιστρέφωπόδα κυκλοσοβεῖτε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + σοβῶ «κινώ»].