κυψελώδης

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

-ες κυψέλη
αυτός που έχει μία ή περισσότερες κοιλότητες που μοιάζουν με κυψέλες.