κυψελώδης

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

-ες κυψέλη
αυτός που έχει μία ή περισσότερες κοιλότητες που μοιάζουν με κυψέλες.