Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
κωλίζομαι (Α) κώλον1. είμαι χωρισμένος σε κώλα («τὰ κεκωλισμένα βιβλία», Ολυμπ.)2. (για ποιητ. έργα) ταξινομούμαι σε μετρικά κώλα.