κωλίζομαι

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499

Greek Monolingual

κωλίζομαι (Α) κώλον
1. είμαι χωρισμένος σε κώλα («τὰ κεκωλισμένα βιβλία», Ολυμπ.)
2. (για ποιητ. έργα) ταξινομούμαι σε μετρικά κώλα.