λαμπρομάτα

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

λαμπρομάτα, ἡ (Μ)
αυτή που έχει σπινθηροβόλα μάτια.