λασπόνερο

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

και λασπονέρι, το
νερό θολό από το πολύ χώμα που περιέχει.