λεβεντόκορμος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ωραίο, αρρενωπό, ευσταλές παράστημα.