λεβεντόκορμος

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ωραίο, αρρενωπό, ευσταλές παράστημα.