λεβιτών

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

λεβιτών -ῶνος και λευϊτών, -ῶνος και λεβήτων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος χιτωνίσκου με κοντά μανίκια ή χωρίς μανίκια.