λεπτουργικός

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπτουργικός, -ή, -όν) λεπτουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεπτουργία ή στον λεπτουργό («λεπτουργικά εργαλεία»)
2. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με λεπτουργία («λεπτουργική επεξεργασία»)
3. το θηλ. ως ουσ. η λεπτουργική
η τέχνη του λεπτουργού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτουργικά
είδη λεπτής χειροτεχνίας, λεπτουργήματα.