λευκοσιδηρουργός

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που κατασκευάζει είδη από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος + -ουργός (< ἔργον). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιωαν. Ν. Λεβαδέα].