λευκωματοειδής

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που ως προς τη σύστασή του μοιάζει με λεύκωμα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκωματοειδή
(βιοχ.) τα αλβουμινοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεύκωμα. Για τη λ. ως επιστημον. όρο βλ. λ. αλβουμινοειδή. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].