λευκωματοειδής

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που ως προς τη σύστασή του μοιάζει με λεύκωμα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκωματοειδή
(βιοχ.) τα αλβουμινοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεύκωμα. Για τη λ. ως επιστημον. όρο βλ. λ. αλβουμινοειδή. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].