λημνιός

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

λήμνιος, -α, -ο και λημνιός, -ά, -ό (AM λήμνιος, -ία, -ον, Α θηλ. και λημνιάς, -άδος και λημνίς, -ίδος) Λήμνος
1. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Λήμνιος, η Λημνία
ο κάτοικος της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λημνιό
βοτ. ποικιλία της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για οινοποίηση
αρχ.
παροιμ. «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.