ληξιαρχείο

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420

Greek Monolingual

το (Α ληξιαρχεῖον) ληξίαρχος
νεοελλ.
η υπηρεσία και το κατάστημα σε κάθε δήμο και σε κάθε κοινότητα, στο οποίο τηρούνται και φυλάσσονται τα ληξιαρχικά βιβλία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «γραμματεῖον εἰς ὃ τοὺς νόμους ἐνέγραφον».