λιγούτσικος
From LSJ
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
Greek Monolingual
και ολιγούτσικος, -η, -ο
πολύ λίγος, ελάχιστος.
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
και ολιγούτσικος, -η, -ο
πολύ λίγος, ελάχιστος.