οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
λιθάδεσσιν: Επικ. αντί λιθάσιν, δοτ. πληθ. του λιθάς.