λιμενοσταθμάρχης

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

ο
βαθμοφόρος του λιμενικού σώματος που υπηρετεί ως προϊστάμενος λιμενικού σταθμού.