λιμνάτις

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

και, ορθ., λιμνήτις, η
ζωολ. γένος βδελλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnetis < νεολατ. limnetis < λιμνήτης.