λιμνότοπος

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

ο
1. περιοχή με πολλές λίμνες
2. ελώδης περιοχή γεμάτη στάσιμα νερά, τέλματα και τενάγη.