λοίμωξη

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

η λοιμώσσω
το σύνολο τών φαινομένων που ακολουθούν την προσβολή ενός οργανισμού από μικροβιακό παράγοντα, περισσότερο ή λιγότερο λοιμογόνο.